ηχηρός
From LSJ
Greek Monolingual
και ηχερός, -ή, -ό
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή»)
2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός
3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε ένταση και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική κίνηση από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα β, γ, δ, ζ, λ, μ, ν, ρ)
4. μτφ. εντυπωσιακός («ηχηρή διαφορά»).
επίρρ...
ηχηρώς και -ά
με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ηρος (πρβλ. λυπη-ρός, μοχθ-ηρός). Ο τ. ηχερός < ηχηρός με τροπή του η σε ε προ του ρ (πρβλ. σίδερο < σίδηρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].