Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ὁναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών της αποθήκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο-δέτης, λαιμο-δέτης.