Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάνα

From LSJ
Revision as of 10:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

η
ναυτ.
μέτρο μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («κάνα λονδρέζικη» — ένα αγγλικό πόδι
«κάνα μαλτέζικη» — επτά αγγλικά πόδια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canne < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].