κακόχυμος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A with unhealthy juices, Arist.Pr.954a10, Ath.1.24f (Sup.), Hices.ib.7.309b, Dsc.2.88; τὸ κ. Alex.Aphr. Pr.2.10. 2 unwholesome, of foods, Gal.6.641. 3 having an unpleasant taste, S.E.P.1.52.
German (Pape)
[Seite 1305] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie κακόχυλος, Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχῡμος: ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, πλήρης χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος αὐτόθι 309Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόχυμος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία
αρχ.
1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς
2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός
β) αυτός που έχει κακή γεύση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον
η κακοχυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, παχύ-χυμος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόχῡμος: выделяющий дурные соки (Arst. - v. l. κατακώχιμος): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.