καχεξής
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ές, = καχεκτικός (in a bad habit of body, disaffected), opp. ἀγαθός, dub. in Phld. Rh. 1.36 S.
Greek Monolingual
καχεξής, -ές (Α)
ο καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ό)- (πρβλ. κακο-) + ἑξῆς (< ἕξω μέλλων του ἔχω)].