καχεξής

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχεξής Medium diacritics: καχεξής Low diacritics: καχεξής Capitals: ΚΑΧΕΞΗΣ
Transliteration A: kachexḗs Transliteration B: kachexēs Transliteration C: kacheksis Beta Code: kaxech/s

English (LSJ)

καχεξές, = καχεκτικός (in a bad habit of body, disaffected), opp. ἀγαθός, dub. in Phld. Rh. 1.36 S.

Greek Monolingual

καχεξής, -ές (Α)
ο καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ό)- (πρβλ. κακο-) + ἑξῆς (< ἕξω μέλλων του ἔχω)].