κελλάρι

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι)
αποθήκη τροφίμων ή κρασιού
μσν.
δωμάτιο
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» — αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + κατάλ. -άριον (πρβλ. κοιτ-άριον, ψυχ-άριον)].