κολπορραφία

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε συρραφή του κολπικού τοιχώματος, συχνά στο πλαίσιο της εγχείρησης για πρόπτωση της μήτρας ή κολποκήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colporrhaphy < colpo- (< κόλπος) + -rrhaphy (< γαλλ. -rraphie < -ρραφία < -ρραφος < ράπτω)].