κνηκόπυρος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκόπῡρος Medium diacritics: κνηκόπυρος Low diacritics: κνηκόπυρος Capitals: ΚΝΗΚΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: knēkópyros Transliteration B: knēkopyros Transliteration C: knikopyros Beta Code: knhko/puros

English (LSJ)

ον, A made of yellow wheat, ἡδοναὶ τραγημάτων Sopat.17.

German (Pape)

[Seite 1460] weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκόπῡρος: -ον, ἔχων χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων χρῶμα ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.

Greek Monolingual

κνηκόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ-πυρος, πολύ-πυρος].