Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο-κεφαλιάζω, σπαζο-κεφαλιάζω].