κρανιολογικός

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιολογία.
επίρρ...
κρανιολογικώς
από κρανιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. craniologique < γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη].