κροκοδιλόβρωτος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον, = κροκοδιλόδηκτος (bitten by a crocodile), Aët. 13.6 tit.
Greek Monolingual
κροκοδιλόβρωτος, -ον (Α)
κροκοδιλόδηκτος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, κεφαλό-βρωτος].