κυανοχίτων

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

English (Slater)

κῠᾰνοχίτων
   1 with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.

Greek Monolingual

κυανοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο-χίτων, τοξο-χίτων)].