λιγοστός
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
και ολιγοστός -ή, -ό (AM ὀλιγοστός -ή, -όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και λιγοστός, -ή, -όν)
ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», Αριστοτ.)
αρχ.
ένας από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», Πλούτ.)
επίρρ...
λιγοστά (Α ὀλιγοστῶς)
νεοελλ.
ανεπαρκώς
αρχ.
σε πολύ λίγο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + ποσοστιαία κατάλ. -(ο)στός (πρβλ. εκατ-οστός)].