λιπόλυση
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
και λυπολυσία, η
(βιοχ.-φυσιολ.) η ενζυμική υδρόλυση τών λιπών της τροφής υπό την επίδραση της παγκρεατικής και της εντερικής λιπάσης, καθώς και η κινητοποίηση τών αποθεμάτων λίπους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. lipolysis < νεολατ. lipolysis < lip(o)- (< λίπος) + -lysis (< λύση)].