μελάμπρῳρος

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπρῳρος Medium diacritics: μελάμπρῳρος Low diacritics: μελάμπρωρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: melámprōiros Transliteration B: melamprōros Transliteration C: melamproros Beta Code: mela/mprw|ros

English (LSJ)

ον, A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].