μηνίγγι
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)
η μήνιγγα
αρχ.
υποκορ. του μῆνιγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ-ιον, υποκορ. του μῆνιγξ, -ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή του -ν- σε -λ-, ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή του -η- σε -ε- από την επίδραση του ακολουθούντος -λ- (πρβλ. και θηλιά > θελιά)].