χρίστης

From LSJ
Revision as of 15:26, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρίστης Medium diacritics: χρίστης Low diacritics: χρίστης Capitals: ΧΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: chrístēs Transliteration B: christēs Transliteration C: christis Beta Code: xri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A white-washer, Hsch. s.v. κονιαταί. II stucco-maker, Steph.in Hp.2.397 D.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anstreicher, Färber, Tüncher, Weißer.

Greek (Liddell-Scott)

χρίστης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιχρίων δι’ ἀσβέστου, ἀσπριστής, Ἡσύχ. ἐν λ. κονιαταί.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)
2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. -χρισ-α) + κατάλ. -της].