χωράφι
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
Greek Monolingual
το / χωράφιον, ΝΜΑ
καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης
νεοελλ.
1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός
2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά
3. στον πληθ. (τα) χωράφια
(διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια»)
4. παροιμ. «κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη εξομάλυνση τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες
μσν.-αρχ.
βλάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον), πρβλ. ξυρός: ξυρ-άφι(ον)].