ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Full diacritics: εὐρῠνοος | Medium diacritics: εὐρύνοος | Low diacritics: ευρύνοος | Capitals: ΕΥΡΥΝΟΟΣ |
Transliteration A: eurýnoos | Transliteration B: eurynoos | Transliteration C: evrynoos | Beta Code: eu)ru/noos |
ον, A broad-minded, ῥήτρη Diosc. in PLit.Lond.98 ii 1.
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχίνοος, εύνοος].