κενταυρομαχία
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ἡ, A Centauromachy, battle of Centaurs, D.S.17.115, Plu.Thes.29, Comp.Thes.Rom.1.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, die Kentaurenschlacht, Plut. Thes. 29.
Greek Monolingual
η (Α κενταυρομαχία)
μάχη με τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -μαχία (< -μαχος < μάχη), πρβλ. ιππομαχία, ταυρομαχία].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενταυρομαχία -ας, ἡ [κένταυρος, μάχη] strijd van/met de centauren.