κοψοπόδης
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-α, -ικο
κουτσοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακροπόδης, στραβοπόδης].