κοψοκεφαλιάζω
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω].