λίστρο
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
το (Α λίστρον)
νεοελλ.
κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών
αρχ.
σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. -τρον (πρβλ. άροτρον, ζεύστρον), πιθ. < λίτ-τρον (πρβλ. λίς, λιτός ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu, list και λιθουαν. lydyti «σκαλίζω τη γη» (πρβλ. λίσγος < λίδ-σκος). Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση με λατ. lῑra «αυλάκι»].