μεγαλόφωνος

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφωνος Medium diacritics: μεγαλόφωνος Low diacritics: μεγαλόφωνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: megalóphōnos Transliteration B: megalophōnos Transliteration C: megalofonos Beta Code: megalo/fwnos

English (LSJ)

ον, A loud-voiced, Hp.Epid.6.4.19 (Sup.), Arist.GA787a12, Pr.899a9: Comp. μεγαλοφωνότερος Luc.Bis Acc.11: Sup. μεγαλοφωνότατος D.S.11.34. Adv. μεγαλοφώνως Poll. 2.113, Suid. s.v. τορόν. 2 loud-talker, bawler, D.19.238. 3 grandiloquent, Philostr.VS2.10.1; ποιητής Id.Ep.16; ὁ μεγαλοφωνότατος, of Pindar, Ath.13.564d; of Homer, Luc.Musc.Enc.5.

German (Pape)

[Seite 108] mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην φωνήν, Ἱππ. 1180G, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7 κἑξ.· ἐπίθ. -ότατος Διόδ. 11. 34· ἐπίρρ. -νως, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 26, κτλ. 2) ὁ μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, «φωνακλᾶς», Δημ. 415. 15. 3) μεγαλορρήμων, Φιλόστρ. 518· μεγαλοφωνότατος, ἐπὶ τοῦ Πινδάρου, Ἀθήν. 564D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage élevé ou sublime.
Étymologie: μέγας, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος
2. αυτός που μιλάει δυνατά
αρχ.
(ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.).
επίρρ...
μεγαλοφώνως και -α (ΑM μεγαλοφώνως)
με μεγάλη, δυνατή φωνή, δυνατά («απήγγειλε μεγαλοφώνως», Παπαδιαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφωνος:
1) громогласный, обладающий громким голосом Arst.;
2) крикливый, горланящий (μ. καὶ ἀναιδής Dem.);
3) велеречивый, высокопарный (Πλάτων Plut.).

Middle Liddell

μεγᾰλό-φωνος, ον φωνή
loud-voiced, Dem.