κριοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοκέφαλος Medium diacritics: κριοκέφαλος Low diacritics: κριοκέφαλος Capitals: ΚΡΙΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: krioképhalos Transliteration B: kriokephalos Transliteration C: kriokefalos Beta Code: krioke/falos

English (LSJ)

ον, A ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.

German (Pape)

[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγοκέφαλος, βουκέφαλος.