οκτήρης

From LSJ
Revision as of 13:14, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ὀκτήρης, -ῆρες (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει οκτώ σειρές κουπιών
2. το θηλ. ως ουσ.ὀκτήρης
πολεμικό πλοίο με οκτώ σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + -ήρης (< θ. ερε-, πρβλ. ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].