ναυσιφθόρος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ον, A ship-destroying, αὖραι Tim.Pers.144.
Greek Monolingual
ναυσιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.