κισσηροειδής
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
κισσηρόω, incorrect forms for κισηρ-.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, bimssteinartig, Theophr. u. A. – Adv., Stob. ecl. 1, 26, 3.
French (Bailly abrégé)
v. κισηροειδής.
Russian (Dvoretsky)
κισσηροειδής: v.l. = κισηροειδής.