κλοπικός

From LSJ
Revision as of 11:44, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπικός Medium diacritics: κλοπικός Low diacritics: κλοπικός Capitals: ΚΛΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klopikós Transliteration B: klopikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klopiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v.l. κλωπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπικός: ἴδε κλωπικός.

Greek Monolingual

κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπικός -ή -όν [κλοπή] diefachtig.

Russian (Dvoretsky)

κλοπικός: v.l. = κλωπικός.