ξενοδαΐκτης

From LSJ
Revision as of 11:49, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδᾰΐκτης Medium diacritics: ξενοδαΐκτης Low diacritics: ξενοδαΐκτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΪΚΤΗΣ
Transliteration A: xenodaḯktēs Transliteration B: xenodaiktēs Transliteration C: ksenodaiktis Beta Code: cenodai/+kths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ, A one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30; ξεινο- prob. cj. in E.HF391 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.

Greek Monolingual

ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο-δαΐκτης].

Greek Monotonic

ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαΐκτης: дор. ξενο-δαΐκτᾱς, v.l. ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев (Κύκνος Eur.).