ἀκολάστως
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (Woodhouse)
(see also: ἀκόλαστος) intemperately, wantonly
French (Bailly abrégé)
adv.
sans retenue : ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι XÉN n’avoir pas assez de retenue en qch.
Étymologie: ἀκόλαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκολάστως: неумеренно, без удержу: ἀκολάστως ἔχειν πρός τι Xen. быть невоздержным в чем-л.; ὁ ἀκολάστως ἔχων βίος Plat. разнузданный образ жизни.