επιρρίπτω

From LSJ
Revision as of 08:49, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιρρίπτω) ρίπτω
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ.
β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.)
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τον θεωρώ υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. «ἐπιρρίπτω ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, παίρνω κάποιον ως σύζυγο
2. «ἐπιρρίπτω τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου
αρχ.
1. επιβάλλω, αναγκάζωμηδὲ ὄρνιθας μηδὲ οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)
2. εκφράζω τη γνώμη μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», Αριστοτ.).