ἐριστός

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστός Medium diacritics: ἐριστός Low diacritics: εριστός Capitals: ΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eristós Transliteration B: eristos Transliteration C: eristos Beta Code: e)risto/s

English (LSJ)

ή, όν, A that may be contested, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν such contests cannot be waged with the powerful, so as to engage with them, S.El.220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστός: -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς ταῦτα προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on dispute ou l’on peut disputer : τινι avec qqn.
Étymologie: adj. verb. de ἐρίζω.

Greek Monolingual

ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω
αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐριστός: -ή, -όν (ἐρίζω), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριστός: [adj. verb. к ἐρίζω оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν (v.l. οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.

Middle Liddell

ἐριστός, ή, όν ἐρίζω
matter for contest, Soph.