σακελλάριος

From LSJ
Revision as of 11:17, 4 June 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

ο / σακελλάριος, ΝΜ
1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και του οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια της επισκοπής, είχε τον έλεγχο της λειτουργίας της επισκοπικής φυλακής, δίκαζε μικρά παραπτώματα μοναχών και προσήγε τους μοναχούς που επρόκειτο να χειροτονηθούν στον ιερέα
2. (στο Βυζάντιο) α) υπουργός οικονομικών β) υπεύθυνος τών προμηθειών του στρατού
3. φρ. «Μέγας σακελλάριος» — οφικιάλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είχε ευρύτατη δικαιοδοσία στις μονές, στους μοναχούς και στην περιουσία τών μοναστηριών και ανήκε στην πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού τών αξιωματούχων ιού πατριαρχείου
νεοελλ.
εκκλ. απλό τιμητικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντάριος].