ευφημισμός

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐφημισμός) ευφημίζω
1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία
2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες («ἔστι δὲ τὸ σχῆμα εὐφημισμός, ἀγαθῆ κλήσει περιστέλλον τὸ φαῡλον», Ευστ.)
3. φρ. «ἀπ' εὐφημισμοῦ» ή «κατ᾿ εὐφημισμόν» — με ευοίωνο αντί για δυσοίωνο ή δυσάρεστο όνομα.