ορεκτικός
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀρεκτικός, -ή, -όν) ορεκτός
1. αυτός που διεγείρει την όρεξη
2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό
α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη
β) (φαρμ.) ουσία που καταπολεμά την ανορεξία και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την έκκριση γαστρικού υγρού
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην επιθυμία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτικόν
α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο
β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις
3. φρ. «ὀρεκτικός νοῦς» — η προαίρεση
επίρρ...
ὀρεκτικῶς (Α)
1. με επιθυμία, με όρεξη
2. φρ. «ὀρεκτικῶς ἔχω» — ορέγομαι, επιθυμώ πολύ.