ρινός
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Greek Monolingual
ἡ και ὁ, Α
1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.)
2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.)
3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ.
β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», Ομ. Οδ.
γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», Πινδ.)
4. ασπίδα από δέρμα βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», Ομ. Ιλ.)
5. το δέρμα πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το βλήμα της σφενδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥινός (< Fῥῑνός, με αρκτικό F-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό wirino και οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γρῖνος
δέρμα, γρίντης
βυρσεύς) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ ρίζα wrī- με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (πρβλ. αγγλοσαξ. wrītan «χαράζω, γράφω», γερμ. reissen «σχίζω») με επίθημα -vo-s. Ξεκινώντας από τη ρίζα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι «δέρμα που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (πρβλ. δέρμα: δέρω)].