συνεισπέμπω

From LSJ
Revision as of 15:04, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπέμπω Medium diacritics: συνεισπέμπω Low diacritics: συνεισπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: syneispémpō Transliteration B: syneispempō Transliteration C: syneispempo Beta Code: suneispe/mpw

English (LSJ)

A send into along with, Ael.VH12.43codd.

German (Pape)

[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῖς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῖς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].