διερευνάω

From LSJ
Revision as of 15:25, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερευνάω Medium diacritics: διερευνάω Low diacritics: διερευνάω Capitals: ΔΙΕΡΕΥΝΑΩ
Transliteration A: diereunáō Transliteration B: diereunaō Transliteration C: dierevnao Beta Code: diereuna/w

English (LSJ)

A track down, Pl.Sph.241b; search, examine, CPHerm. 8ii5 (ii A. D.), Jul.Or.7.222c, etc.:—freq. in Med., Pl.Phd.78a, Mx. 240b, Onos.6.7, Plu.Them.10, etc.; δ. τί ἐστὶν ἑκάτερον Pl.R.368c:— Pass., Plb.14.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

διερευνάω: ἐρευνῶ, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chercher partout avec soin, explorer, fouiller soigneusement;
Moy. διερευνάομαι-ῶμαι m. sign.
Étymologie: διά, ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. διεραυν- Didym.Gen.233.20, PMasp.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)
1 examinar a fondo, investigar, explorar αὐτόν Pl.Sph.241b, τι Epicur.Fr.[34.31] 20, τὰ λεγόμενα Plb.14.3.7, τὰ περὶ τοὺς τόπους Plb.5.5.15, τὰς βουλάς LXX Sap.6.3, ἕκαστα Ph.1.382, τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούς I.BI 2.18, cf. Aesop.27, 74, πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματα PMasp.167.34, c. interr. indir. διεραυνῆσαι εἰ ... PMasp.166.22, en v. pas. οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ; ¿no podría seguir un argumento examinado a fondo? Pl.Tht.168e, cf. Epicr.10.5, τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητο Plb.14.2.1
en v. med. mism. sent. πάντας Pl.Phd.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c., τὸ λεληθός el sentido oculto de los mitos, Iul.Or.7.222c, c. interr. indir. τί τέ ἐστιν ἑκάτερον Pl.R.368c, cf. Charito 3.9.5, abs. ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαι mandar delante otros exploradores que hagan la exploración X.Eq.Mag.4.5.
2 concr. examinar, registrar οἰκίαν D.H.4.57, τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρον D.Chr.6.38
tb. en v. med. τὴν χώραν Pl.Mx.240b.
3 interrogar μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλις Orác. en ITralleis 1.7 (II/III d.C.).

Greek Monotonic

διερευνάω: μέλ. -ήσω, ερευνώ ενδελεχώς, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Πλάτ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διερευνάω: тж. med. тщательно исследовать, рассматривать (τι Plat., Arst., Polyb., Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to search through, examine closely, Plat.: also in Mid., Plat.