διχομηνία

From LSJ
Revision as of 15:35, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχομηνία Medium diacritics: διχομηνία Low diacritics: διχομηνία Capitals: ΔΙΧΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: dichomēnía Transliteration B: dichomēnia Transliteration C: dichominia Beta Code: dixomhni/a

English (LSJ)

ἡ, A full moon, IG12.6.62, PRev.Laws 56.18 (iii B. C.), LXXSi.39.12, Gem.8.1, etc.; δ. μηνὸς Μεταγειτνιῶνος Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); ἡ σελήνη δ. ἦγεν Plu.Dio23. 2 mid-menstrual period, Hp. Oct.13.

German (Pape)

[Seite 646] ἡ, der Vollmond, der den griechischen Mondmonat in zwei gleiche Theile theilte; Plut. Dion. 23 ἡ σελήνη διχομηνίαν ἦγεν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
premier jour de la pleine lune, càd milieu du mois, chez les Grecs.
Étymologie: διχόμηνος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Oct.4, IM 2.4 (IV/III a.C.)
1 período temporal a mediados del mes, e.e., plenilunio ἀπὸ διχομɛ̄νίας IG 13.6B.41 (V a.C.), cf. Milet 1(3).145.28 (II a.C.), ἔσχατον τῇ διχομηνίᾳ τοῦ μηνός a más tardar a mediados de mes, IPr.4.45 (IV a.C.), cf. ICos ED 55B.4 (IV a.C.), IM l.c., Tit.Cam.148.4 (III a.C.), πρὸ τῆς διχομηνίας PRev.Laws 56.18 (III a.C.), ὡς δ. ἐπληρώθην estoy repleto como luna llena LXX Si.39.12, πανσέληνος δὲ λέγεται ... περὶ τὴν διχομηνίαν Gem.8.1, cf. Vett.Val.205.26, ἡ δὲ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plu.Dio 23, ἐν διχομηνίᾳ Plu.2.932e, op. νουμηνία Plu.2.929b, διὰ διχομηνίαν Erot.Fr.Pap.Nect.2.2.
2 medic. período intermedio del ciclo menstrual περὶ διχομηνίην ἐν γαστρὶ λαμβάνειν Hp.l.c.

Greek Monolingual

διχομηνία, η (AM) (Μ και διχομήνη)
1. το μέσο του μήνα
2. η πανσέληνος.

Greek Monotonic

διχομηνία: ἡ, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διχομηνία: ἡ середина месяца, т. е. (по греч. счислению) полнолуние Plut.

Middle Liddell

διχομηνία, ἡ, n [from διχόμηνος
the fullness of the moon, Plut.