ἐγκαταπαίζω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
A mock at, τινί LXX Jb.40.14(19).
German (Pape)
[Seite 706] (s. παίζω), verspotten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπαίζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τινὶ Εὐσ. Ε. Ἱστ. 2. 13 ἐν τέλ., Κύριλλ.
Spanish (DGE)
burlarse c. dat. παντοίων ... κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν Eus.HE 2.13.8
•en v. pas. ser ridiculizado πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ LXX Ib.40.19, cf. 41.25.
Greek Monolingual
ἐγκαταπαίζω (AM)
περιπαίζω.