ἐμποδοστάτης

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδοστᾰτης Medium diacritics: ἐμποδοστάτης Low diacritics: εμποδοστάτης Capitals: ΕΜΠΟΔΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: empodostátēs Transliteration B: empodostatēs Transliteration C: empodostatis Beta Code: e)mpodosta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (στῆναι) A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.

Greek Monolingual

ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.