ἐπικόπανον
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
τό, chopping block, billet, Men.33, IG11 (2).199B89 (Delos, iii B.C.), Poll.10.101.
German (Pape)
[Seite 951] τό, der Hackeblock zum Zerlegen des Fleisches, Menand. Poll. 10, 101.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόπᾰνον: τό, ξύλον ἐφ᾿ οὗ οἱ μάγειροι κόπτουσι τὸ κρέας, κρεατοσάνιδον, «ἐπίξηνον, τράπεζα μαγειρική, ἣν οἱ νεώτεροι ἐπικόπανον· ἔστι δὲ τοὔνομα παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μεσσηνίᾳ, ῾ἡγεῖταί μ᾿ ὅλως ἐπικόπανόν τι᾿» Πολυδ. Ιʹ, 101.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικόπᾰνον: τό поварская доска (для рубки мяса) Men.