γαυριώ

From LSJ
Revision as of 09:32, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

γαυριῶ (γαυριάω) (AM) γαύρος
1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ.
β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία («γαυριῶσαι τράπεζαι»).