πύρεθρον
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
[ῠ], τό, pellitory, Anacyclus pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.
Spanish
Greek Monolingual
το / πύρεθρον, ΝΜΑ
πολυετές ποώδες φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία είναι ιθαγενή κυρίως της Δυτικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ε-θρον (βλ. λ. -θρον). Το -ε- του επιθήματος είναι πιθ. αναλογικό προς το επίθημα -εθρον ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φαρύγγ-ε-θρον: φάρυγξ). Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. pyrethrum].