γραΐδιον

From LSJ
Revision as of 11:25, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱΐδιον Medium diacritics: γραΐδιον Low diacritics: γραΐδιον Capitals: ΓΡΑΪΔΙΟΝ
Transliteration A: graḯdion Transliteration B: graidion Transliteration C: graidion Beta Code: grai/+dion

English (LSJ)

τό, Dim. of γραΐς, A old hag, Ar.Pl.536:—elsewhere contr. γρᾴδιον, ib.674, Philyll.5, X.An.6.3.22, D.18.260, Men.Georg.54, etc.: barbarous form γρᾴδιο Ar.Th.1194.

German (Pape)

[Seite 503] τό, dim. von γραῦς, altes Mütterchen, Ar. Plut. 536; Xen. An. 6, 1, 22; γρᾴδιον Dem. 18, 260 Philyll. Ath. XI, 485 b; vgl. Phryn. 88.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γραΐς, λίαν προκεχωρηκυῖα γραῖα,ἢ μικρὰ γραῖα,Ἀριστοφ. Πλ.536, Ξεν.Ἀν. 6.3,22,Φιλύλλ. Αὐγ. 3· συνῃρ. γρᾴδιον Ἀριστ.Πλ. 674,688,1095,Δημ.313.29.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite vieille.
Étymologie: dim. de γραῦς.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): γρᾴδιον Ar.Pl.674, D.18.260, Men.Georg.54, Heraclid.Pont.58, Macho 149
• Prosodia: [-ᾱ-]
despect. viejecilla, viejucha σὺ γὰρ ἂν πορίσαι τί δύναι' ἀγαθὸν πλὴν ... γραϊδίων κολοσυρτόν; ¿qué bien podrías tú procurar más que una retahila de viejuchas? Ar.Pl.536, cf. 674, Th.1194, ἄλλων γραϊδίων μεγάλαισιν οἴνου χαίροντα λεπασταῖς Philyll.5, cf. X.An.6.3.22, D.l.c., Men.Georg.l.c., Heraclid.Pont.l.c., Macho l.c., Plu.2.241c, Str.8.6.18, γραϊδίων παίγνια Luc.Philopatr.25, γραΐδια χήρας τινὰς καὶ παιδία ὀρφανά Luc.Peregr.12, cf. Lib.Ep.559, 1360.

Greek Monotonic

γρᾱΐδιον: τό, υποκορ. του γραῖα, γριά σε προχωρημένη ηλικία, γριούλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· συνηρ. γρᾴδιον, σε Αριστ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱΐδιον: стяж. γρᾴδιον τό старушка, старушонка Arph., Xen., Dem.