πράσιον
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A horehound, Marrubium vulgare, Hp.Steril.224, Thphr.HP6.2.5, Dsc.3.105; also Marrubium peregrinum, Thphr. l.c., Nic.Th.550. 2 = τραγορίγανος λεπτόφυλλος, Dsc.3.30. 3 = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103. II a seaweed, Arist.HA591a16.
German (Pape)
[Seite 694] τό, eine Pflanze, marrubium, Theophr., Diosc., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
πράσιον: τό, βοτάνη τις, ἴσως τραγορίγανον, Λατ. marrubium, Ἱππ. 681. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 5, Διοσκ. 3. 119. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι φυτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24.
Russian (Dvoretsky)
πράσιον: (ᾰ) τό прасий (предполож. водоросль Caulerpa prolifera) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πράσιον -ου, τό [~ πράσον] malrove (geneeskrachtige plant, verwant aan munt).