στεατώδης
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ες, A like tallow or suet, φάρμακα Hp.Ulc.2, cf. Arist. PA651b30,al.; ζῷα στεατώδη animals that have tallow or suet, Id.HA520a14; στεατώδης ἀποφορά Dsc.2.76.12, cf. Antyll. ap. Sch.Orib.45.2.3.
German (Pape)
[Seite 931] ες, talgartig, Talg habend, ζῶον, Arist. part. anim. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
στεᾱτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς στέαρ ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα στέαρ ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.
Greek Monolingual
-ες / στεατώδης, -ῶδες, ΝΑ και στητώδης, -ῶδες, Α στέαρ -ατος]
αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι
αρχ.
γεμάτος στέαρ.
Russian (Dvoretsky)
στεᾱτώδης:
1) покрытый салом (τὸ ἐπίπλοον Arst.);
2) богатый салом (ζῷα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεατώδης -ες [στέαρ] vetachtig.