ἀδιάβλητος

From LSJ
Revision as of 20:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάβλητος Medium diacritics: ἀδιάβλητος Low diacritics: αδιάβλητος Capitals: ΑΔΙΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: adiáblētos Transliteration B: adiablētos Transliteration C: adiavlitos Beta Code: a)dia/blhtos

English (LSJ)

ον, A not listening to calumny, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀ. ἐστι Arist.EN1157a21; ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8. II unexceptionable, φιλοπονία ἕξις ἀ. πρὸς πόνον Pl.Def.412c; τοῖς βίοις ἀ. Plu.2.4b; τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. App.Sam.4.4. Adv. -τως Just.Nov.137.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάβλητος: -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς συκοφαντίας, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· ἀνύποπτος καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inattaquable, irréprochable;
2 non atteint par la délation.
Étymologie: , διαβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no hace caso a la calumnia φιλία Arist.EN 1157a21, ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8.
2 intachable, irreprensible ἕξις Pl.Def.412c, τοῖς βίοις εἰσίν ἀδιάβλητοι Plu.2.4b, ὡς ἄν ... τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. εἴην para comportarme de forma irreprochable hacia los otros App.Sam.4, διά τε τὴν περὶ τὰ κοινὰ ... ἀδιάβλητον ... φροντίδα IO 487.13 (III d.C.), de Dios, Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1441B, τέκνον ἀδιάβλητε SB 13589.19 (IV d.C.), cf. Hsch.
3 indudable, incuestionable τὰ πάθη τὰ ἑκούσια καὶ ἀδιάβλητα κατὰ τοὺς τῆς φύσεως νόμους ... τὸ σῶμα ἔπασχεν el cuerpo (de Cristo) padeció sus sufrimientos voluntarios e indudables conforme a las leyes de la naturaleza (humana), Seu.Ant. en Eust.Mon.Ep.821.
II adv. -ως irreprochablemente Clem.Al.Strom.3.6.53, Iust.Nou.137.2.

Greek Monotonic

ἀδιάβλητος: -ον (διαβάλλω), αυτός που δεν ακούει συκοφαντίες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάβλητος:
1) недоступный клевете, безукоризненный, безупречный (ἕξις Plat.; φιλία Arst.): οἱ τοῖς βίοις ἀδιάβλητοι Plut. люди безупречной жизни;
2) не внемлющий клевете: τὸ οὖς καθαρὸν φυλάττεσθαι καὶ ἀδιάβλητον Plut. не слушать клеветы (досл. сохранять ухо чистым и недоступным клевете).

Middle Liddell

διαβάλλω
not listening to slander, Plut.